- στομάχου
- στόμαχοςthroatmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έλκος — Περιορισμένη απώλεια ιστού με μικρή τάση προς επούλωση· ο όρος έ. χρησιμοποιείται κυρίως σε βλάβες του δέρματος και των βλεννογόνων (π.χ. γαστροδωδεκαδακτυλικό έ.). Έ. του δέρματος μπορεί να συνοδεύουν διαβήτη, καρδιοπάθειες, νεφροπάθειες,… … Dictionary of Greek
γαστρίτιδα — Φλεγμονή, οξεία ή χρόνια, του βλεννογόνου του στομάχου. Η απλή οξεία γ. είναι αρκετά συχνή και εμφανίζεται μετά τη βρώση ουσιών ποσοτικά και ποιοτικά ερεθιστικών, όπως φάρμακα, οινοπνευματώδη ποτά, καφές, τροφές με άφθονα καρυκεύματα, παγωμένες ή … Dictionary of Greek
εμετός — Ακούσια βίαιη κένωση του περιεχομένου του στομάχου, που περνά από τον οισοφάγο και τη στοματική κοιλότητα και προκαλείται από διάφορες αιτίες. Ο ε. δεν είναι νόσημα αλλά σύμπτωμα συχνό σε ορισμένα νοσήματα που διαφέρουν πολύ μεταξύ τους. Ο… … Dictionary of Greek
πυλωρός — (Ανατ.). Το τελικό τμήμα του στομάχου, που συνεχίζεται με τον δωδεκαδάκτυλο. Αντίστοιχα προς τον π. η μυϊκή στιβάδα του τοιχώματος του στομάχου είναι πιο πυκνή και σχηματίζει έναν μυϊκό δακτύλιο, τον πυλωρικό σφιγκτήρα, που, λειτουργώντας σαν… … Dictionary of Greek
στόμαχος — ο, ΝΜΑ σακοειδής διεύρυνση τού πεπτικού σωλήνα τών ζώων, μεταξύ τού οισοφάγου και τού λεπτού εντέρου, στο εμπρόσθιο συνήθως τμήμα τής κοιλιάς, που χρησιμεύει κυρίως ως προσωρινός δέκτης προς αποθήκευση και μηχανική σε ορισμένα ζώα αλλά και σε… … Dictionary of Greek
γαστρικό υγρό — Υγρό που εκκρίνεται από το στομάχι. Είναι μείγμα των εκκριμάτων των επιφανειακών επιθηλιακών κυττάρων του στομάχου και των γαστρικών αδένων, και αποτελεί έναν από τους παράγοντες της πέψης. Είναι άχρωμο και ελαφρά αδιαφανές, έχει χαρακτηριστική… … Dictionary of Greek
μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… … Dictionary of Greek
μηρυκασμός — Η επαναφορά στη στοματική κοιλότητα φυτοφάγων ζώων της ήδη μασημένης τροφής και η εκ νέου μάσηση (αναμάσηση), η άφθονη σιάλωση και η πλήρης επεξεργασία της. Συμβαίνει στη μεγάλη κατηγορία των οπληφόρων φυτοφάγων θηλαστικών ζώων. Βλ. λ.… … Dictionary of Greek
πυλωρικός — ή, ό / πυλωρικός, ή, όν, ΝΑ (για σχηματισμό ή πάθηση) ο σχετικός με τον πυλωρό τού στομάχου νεοελλ. φρ. α) «πυλωρικό άντρο» ανατ. το χαμηλότερο μέρος τού στομάχου β) «πυλωρική αρτηρία» ανατ. κλάδος τής ηπατικής αρτηρίας γ) «πυλωρική στένωση» ιατρ … Dictionary of Greek
καρδιαλγία — η (Α καρδιαλγία) [καρδιαλγής] νεοελλ. ιατρ. πόνος στην καρδιακή μοίρα τού στομάχου που εκδηλώνεται στο επιγάστριο ή πόνος στην καρδιακή χώρα, συχνά νευραλγικός αρχ. πόνος τού στομάχου … Dictionary of Greek